-
1 φοβερος
31) страшный, грозный, ужасный(χρηστήρια Her.; ἄχη Aesch.)
ὅ ὅμιλος πλήθει φ. Thuc. — толпа, страшная своей численностью, но τὰ τῷ πλήθει φοβερά Juv., то, что внушает толпе страх;φ. ἰδεῖν и φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι Aesch. — страшный на вид;φοβεροὴ ἦσαν μέ ποιήσειάν τι Xen. — следовало опасаться, как бы они не сделали чего-л.;τῶν φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι μόνος ἡγεμών Thuc. — единственный виновник угрожающих городу бедствий;φοβερὸν ἥ ἀποχώρησις Xen. — отступление (было бы) ужасно (ср. 2)2) объятый страхом, паническийἐν φοβερᾷ ἀναχωρήσει Thuc. — в паническом отступлении (ср. 1)
3) боязливый, робкий(φρήν Soph.; πῶλοι Plat.)
φ. εἴς τι Plat. — робеющий перед чем-л.
См. также в других словарях:
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek